ασυγκέντρωτος

ασυγκέντρωτος
η , ο [ος , ον ]
1) несосредоточенный, рассеянный (о человеке); 2) несконцентрированный; не собранный одном месте);

ο κόσμος είναι ακόμα ασυγκέντρωτος — народ ещё не собрался, не все ещё пришли;

3) не заготовленный (государствомо с.-х. продуктах);
4) нецентрализованный (о службе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασυγκέντρωτος" в других словарях:

  • ασυγκέντρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί, ο αμάζευτος 2. εκείνος που δεν συγκεντρώνει την προσοχή του σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ασυγκέντρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν πήγε ή δεν τον έφεραν στη συγκέντρωση: Το στάρι της χρονιάς εκείνης ήταν ασυγκέντρωτο. 2. αυτός που δεν μπορεί να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, την προσοχή του κτλ.: Διάβασμα με ασυγκέντρωτο το νου δεν μπορεί να έχει απόδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»